Η παχυσαρκία είναι μια πάθηση στην οποία υπάρχει υπερβολικό σωματικό λίπους, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο για άλλες παθήσεις, όπως είναι ο διαβήτης και οι καρδιακές παθήσεις. Το λίπος είναι ο τρόπος με τον οποίο το σώμα αποθηκεύει επιπλέον θερμίδες που καταναλώθηκαν, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν. Η θεραπεία της παχυσαρκίας συνήθως περιλαμβάνει τον περιορισμό των θερμίδων που καταναλώνονται ή τη δημιουργία αρνητικού ισοζυγίου θερμίδων.

Photo from Unsplash

Τι είναι η παχυσαρκία ακριβώς;

Παχυσαρκία έχεις, όταν έχεις περισσότερο σωματικό λίπος από αυτό που υπολογίζεται ότι είναι υγιές. Η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη, καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικό επεισόδιο, αρθρίτιδα και ορισμένους καρκίνους. Σε άτομα με παχυσαρκία, η απώλεια ακόμη και του 5-10% του συνολικού βάρους μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτρέψει ορισμένες από αυτές τις άλλες καταστάσεις (ιδίως για τον διαβήτη).

Είναι διαφορετικό από το να είσαι υπέρβαρος, που σημαίνει ότι απλά ζυγίζεις λίγο περισσότερο από το κανονικό. Το παραπάνω βάρος μπορεί να προέρχεται από τους μύες, τα οστά, το λίπος ή/και το νερό του σώματος.

Τι προκαλεί την παχυσαρκία;

Η παχυσαρκία εμφανίζεται μετά από παρατεταμένο χρόνο κατανάλωσης περισσότερων θερμίδων από αυτές που χρειάζεται και χρησιμοποιεί ο οργανισμός. Οι επιπλέον θερμίδες αποθηκεύονται ως λίπος. Οι παράγοντες που καθορίζουν τις θερμιδικές ανάγκες διαφέρουν για κάθε άτομο. Παράγοντες που επηρεάζουν το βάρος περιλαμβάνουν τη γενετική σύνθεση, την υπερκατανάλωση τροφής, την κατανάλωση τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και την έλλειψη σωματικής δραστηριότητας (NIH, 2018).

Image by Freepik

Πώς γίνεται η διάγνωση της παχυσαρκίας;

Η παχυσαρκία υπάρχει όταν ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) είναι μεγαλύτερος ή ίσος με 30 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο (kg/m2).

Τι είναι ο ΔΜΣ;

Ο ΔΜΣ, ή ο Δείκτης Μάζας Σώματος, είναι ένας απλός τύπος που χρησιμοποιεί το ύψος και το βάρος ενός ατόμου για τον υπολογισμό ενός αριθμού που υποτίθεται ότι είναι αντιπροσωπευτικός του επιπέδου του σωματικού του λίπους.

Ο τύπος είναι ο εξής:

Βάρος (σε κιλά) / Ύψος (σε μέτρα) στο τετράγωνο

ή

(Βάρος (σε λίβρες) * 703) / Ύψος (σε ίντσες) στο τετράγωνο

Και η αριθμητική τιμή ταιριάζει στις ακόλουθες κατηγορίες:

  • ΔΜΣ από 25 έως 29,9 είναι «υπέρβαρο»
  • ΔΜΣ από 30 έως 34,9 είναι «παχύσαρκο κατηγορίας Ι»
  • ΔΜΣ από 35 έως 39,9 έχει «παχυσαρκία κατηγορίας ΙΙ»
  • Και με ΔΜΣ 40 ή μεγαλύτερο έχει «παχυσαρκία κατηγορίας ΙΙΙ» (Jensen et al., 2013).
Photo from Unsplash.

Πόσο έγκυρος είναι ο ΔΜΣ ως μέτρο υγείας και παχυσαρκίας;

Ο ΔΜΣ δεν είναι μια πολύ ακριβής μέτρηση της παχυσαρκίας. Μπορεί όμως να είναι πολύ χρήσιμος ως συμπληρωματικό δεδομένο, ιδίως σε παχύσαρκα/υπέρβαρα άτομα που έχουν καθιστική ζωή. Ο ΔΜΣ κυρίως μετράει το υπερβολικό βάρος και όχι του υπερβολικό σωματικό λίπος. Παράγοντες όπως είναι η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα και η μυϊκή μάζα μπορούν να επηρεάσουν τη σχέση μεταξύ του ΔΜΣ και του σωματικού λίπους.

Επίσης, ο ΔΜΣ δεν κάνει διάκριση μεταξύ περίσσειας λίπους, μυϊκής μάζας ή οστικής μάζας, ούτε παρέχει καμία ένδειξη για την κατανομή του λίπους. Τα ακόλουθα είναι μερικά παραδείγματα για το πώς ορισμένες μεταβλητές μπορούν να επηρεάσουν την ερμηνεία του ΔΜΣ:

  • Κατά μέσο όρο, οι ηλικιωμένοι τείνουν να έχουν περισσότερο σωματικό λίπος από τους νεότερους ενήλικες για ισοδύναμο ΔΜΣ.
  • Κατά μέσο όρο, οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερες ποσότητες συνολικού σωματικού λίπους από τους άνδρες με ισοδύναμο ΔΜΣ.
  • Μυώδη άτομα ή αθλητές που κάνουν αρκετή προπόνηση, μπορεί να έχουν υψηλό ΔΜΣ λόγω αυξημένης μυϊκής μάζας (Centers for Disease Control and Prevention, 2011).

Χρήσεις του ΔΜΣ

O ΔΜΣ τείνει να χρησιμοποιείται σε μεγάλης κλίμακας πληθυσμιακές έρευνες και μελέτες, καθώς μπορεί να υπολογιστεί εύκολα και μη επεμβατικά από έναν ερευνητή. Έχει τα πλεονεκτήματα του ότι είναι γρήγορος, εύκολος και ένας τρόπος μέτρησης του σωματικού λίπους, στον οποίο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα συναινέσει (σε αντίθεση με την δερματοπτυχομέτρηση, που είναι κάπως επεμβατική, λόγω της επαφής του δέρματος με κρύα μεταλλικά αντικείμενα, και το υδροστατικό ζύγισμα που βυθίζει τους ανθρώπους στο νερό χωρίς οξυγόνο στους πνεύμονές τους). Στην δερματοπτυχομέτρηση, απαιτείται επίσης η απομάκρυνση των ρούχων, με το οποίο κάποιοι μπορεί να μην αισθάνονται άνετα.

Ο ΔΜΣ δεν είναι η μόνη μέτρηση της παχυσαρκίας, αν και είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη.

Πολλές μελέτες αναφέρουν τα ποσοστά παχυσαρκίας ως συνάρτηση του ποσοστού σωματικού λίπους (BF%), το οποίο είναι πιο ακριβές αλλά απαιτεί ειδικά εργαλεία για την αξιολόγηση. Και δυστυχώς, τα εργαλεία αυτά μπορεί επίσης να μην είναι ιδιαίτερα ακριβή.

Τα πρότυπα για την παχυσαρκία όπως ορίζονται από το ποσοστό σωματικού λίπους είναι όταν το σωματικό λίπος είναι μεγαλύτερο από 25% για τους άνδρες και 35% για τις γυναίκες. Αυτά είναι τα πρότυπα αναφοράς του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) που δημιουργήθηκαν το 1995 (No authors, 1995). Μια πιο πρόσφατη (2009) πρόταση από την Αμερικανική Εταιρεία Βαριατρικής Ιατρικής, προτείνει τη μείωση των τιμών στο 25% και 30% για τους άνδρες και τις γυναίκες, αντίστοιχα, και αυτές οι τιμές χρησιμοποιούνται σε ορισμένες μελέτες (Okorodudu et al., 2010; Shah and Braverman, 2012).

Image by Freepik

Aκρίβεια του ΔΜΣ ως προς τα άτομα

Νεαρή ηλικία
Σε μια μελέτη 1.676 νεαρών κοριτσιών (ηλικίας 5-16 ετών) διαπιστώθηκε ότι παρόλο που υπήρχαν διαφορές εθνικότητας και σωματικού λίπους, στο 89,9-92,4% των κοριτσιών, ο ΔΜΣ ήταν ακριβής (Duncan, Duncan and Schofield, 2009). Τα αποτελέσματα από το NHANES 1999-2004 (τρεις διαφορετικές έρευνες NHANES) διαπίστωσαν ότι το 86,9%-89,1% των νέων ηλικίας μεταξύ 5-18 ετών (και τα δύο φύλα) διαγνώστηκαν με ακρίβεια με την χρήση του ΔΜΣ σε σύγκριση με την δερματοπτυχομέτρηση (είναι μια μέθοδος υπολογισμού σωματικού λίπους που γενικά θεωρείται σχετικά ακριβής) (Laurson, Eisenmann and Welk, 2011).

Ενήλικες
Μια συγχρονική μελέτη 13.601 ατόμων στις ΗΠΑ[6] συνέκρινε τον ΔΜΣ έναντι του ΒΙΑ (Ανάλυση Βιοηλεκτρικής Αντίστασης). Ο ΔΜΣ όρισε το 21% των ανδρών και το 31% των γυναικών ως παχύσαρκους, ενώ αντίστοιχα τα αποτελέσματα του BIA ήταν στο 50% για τους άντρες και στο 61% για τις γυναίκες. Το BIA είναι μια μέθοδος μέτρησης του σωματικού λίπους με υψηλή μεταβλητότητα, γιατί εξαρτάται κατά πολύ από την κατάσταση ενυδάτωσης – κι αυτό μάλλον εξηγεί τις μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις δύο μεθόδους (Romero-Corral et al., 2008).

Μια μελέτη μικρότερης κλίμακας (1.691 άτομα) που χρησιμοποιούσε σαρώσεις DEXA (που θεωρείται έγκυρη μέθοδος μέτρησης σωματικού λίπους) διαπίστωσε ότι υπήρχε 34,7% διαφορά μεταξύ του ΔΜΣ και του DEXA για τις γυναίκες και 35,2% για τους άνδρες (Kennedy, Shea and Sun, 2009). Ωστόσο, ο ΔΜΣ φάνηκε να ταξινομεί εσφαλμένα τις γυναίκες ως λιγότερο υπέρβαρες σε σχέση με το DEXA.  Τέλος, μια άλλη μελέτη που χρησιμοποίησε το DEXA σε ένα μέγεθος δείγματος 1.393 ατόμων βρήκε ότι το 26% των ατόμων ταξινομήθηκαν ως παχύσαρκα με τον ΔΜΣ. Το αντίστοιχο ποσοστό με την χρήση DEXA ήταν στο 64%, ενώ σημειώθηκε ένα ποσοστό εσφαλμένης ταξινόμησης (ψευδώς αρνητικά) 25% για τους άνδρες και 48% για τις γυναίκες (Shah and Braverman, 2012).

Μια μετα-ανάλυση σχετικά με το θέμα υποδηλώνει ότι ο ΔΜΣ αποτυγχάνει να ταξινομήσει τα μισά άτομα με υπερβολικό σωματικό λίπος, αναφέροντάς τα ως φυσιολογικά ή υπέρβαρα, παρόλο που το ποσοστό σωματικού λίπους τα ταξινομεί ως παχύσαρκα (Okorodudu et al., 2010).

Συμπέρασμα

Εάν, σύμφωνα με το ΔΜΣ, είστε σε κανονικό βάρος ή υπέρβαροι (18,5-29,9), δεν σημαίνει πως δεν είστε πραγματικά παχύσαρκοι, ιδίως αν έχετε χαμηλά επίπεδα άλιπης μάζας (μύες, νερό και γλυκογόνο).

Εάν είστε παχύσαρκοι σύμφωνα με το ΔΜΣ, το πιθανότερο είναι ότι είστε παχύσαρκοι και σύμφωνα με το ποσοστό σωματικού λίπους. Κατά τη δειγματοληψία από τον γενικό πληθυσμό, πάνω από το 95% των ανδρών και το 99% των γυναικών που αναγνωρίστηκαν ως παχύσαρκοι από τον ΔΜΣ ήταν παχύσαρκοι σύμφωνα και με τον υπολογισμό των επιπέδων σωματικού λίπους (Romero-Corral et al., 2008)

Εκτός από αυτό το σύνολο δεδομένων, όσοι έχουν αρκετή άλιπη μάζα για να ταξινομηθούν ως παχύσαρκοι βάσει ΔΜΣ αλλά όχι κατά ποσοστό σωματικού λίπους, είναι πολύ λίγοι στην κοινωνία. Αυτά τα άτομα είναι συνήθως πολύ δραστήριοι αθλητές και όχι άτομα που κάνουν καθιστική ζωή ή ασκούνται σπάνια/λίγο.

Image by jcomp on Freepik

Δηλαδή αποκλείεται να είμαι παχύσαρκος και υγιής;

Η μεταβολικά υγιής παχυσαρκία (ΜΥΠ) αναφέρεται σε ένα υποσύνολο ατόμων με ΔΜΣ ≥30 που εμφανίζουν σχετικά φυσιολογικό μεταβολικό προφίλ και μειωμένο κίνδυνο νόσου σε σύγκριση με άτομα με ΔΜΣ ≥30 [που έχουν το πιο τυπικό προφίλ αυξημένου καρδιομεταβολικού κινδύνου. η οποία αναφέρεται ως μεταβολικά ανθυγιεινή παχυσαρκία (ΜΑΠ)]. Βασικά, τα άτομα με ΜΥΠ δεν φαίνεται να έχουν αυξημένο καρδιομεταβολικό κίνδυνο παρά τον αυξημένο ΔΜΣ τους (Blüher, 2020; April-Sanders and Rodriguez, 2021).

Ενώ η γενική έννοια της ΜΥΠ είναι σαφής, δεν έχουν ακόμη καθοριστεί τυποποιημένα κριτήρια. Στην πραγματικότητα, περισσότεροι από 30 διαφορετικοί ορισμοί της ΜΥΠ έχουν χρησιμοποιηθεί στην επιστημονική βιβλιογραφία (Smith, Mittendorfer and Klein, 2019). Οι περισσότεροι ορισμοί βασίζονται στα κριτήρια για το μεταβολικό σύνδρομο που περιγράφονται από το Εθνικό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης για τη Χοληστερίνη για Ενήλικες III, με την παρουσία 2 ή λιγότερων από τα 5 συστατικά του μεταβολικού συνδρόμου που συνήθως χαρακτηρίζονται ως ΜΥΠ (Grundy et al., 2005).

Κατά συνέπεια, η ΜΥΠ είναι μια λανθασμένη ονομασία – τα άτομα με ΜΥΠ συνήθως δεν είναι πραγματικά υγιή. Απλώς έχουν λιγότερες καρδιομεταβολικές ανωμαλίες από τους συνομηλίκους τους με ΜΑΠ. Τα άτομα με ΜΥΠ μπορεί να στερούνται ορισμένων καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου, αλλά και πάλι έχουν γενικά υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, διαβήτη τύπου 2, μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος και όλων των άλλων κινδύνων που δεν υπάρχουν για τα άτομα που είναι μεταβολικά υγιή και έχουν φυσιολογικό ΔΜΣ (Lonardo et al., 2020; Opio et al., 2020; Chen et al., 2021; Fauchier et al., 2021; Ma et al., 2021; Zhou et al., 2021; Wu, Xia and Gao, 2022).

Επιπλέον, τα στοιχεία δείχνουν ότι η ΜΥΠ δεν είναι σταθερή κατάσταση και ότι το 30%-50% των ατόμων με ΜΥΠ μεταβαίνει σε ΜΑΠ μετά από 4 έως 20 χρόνια παρακολούθησης (Smith, Mittendorfer and Klein, 2019).  Σε μια μεγάλη προοπτική μελέτη κοόρτης που δημοσιεύθηκε το 2018, μόνο το 15% περίπου των γυναικών με ΜΥΠ στην έναρξη παρέμειναν μεταβολικά υγιείς μετά από 20 χρόνια παρακολούθησης (Eckel et al., 2018).

Τέλος, αρκετές μελέτες παρατήρησης έχουν βρει ότι το αυξημένο ηπατικό λίπος είναι ένας κρίσιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιομεταβολική νόσο και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο μετάβασης από ΜΥΠ σε ΜΑΠ (Chang et al., 2016; Hashimoto et al., 2017; Hwang, Ahn and Park, 2019; Ampuero et al., 2020).

Ποιοι είναι οι παράγοντες που διαφοροποιούν τα άτομα με ΜΥΠ από τα άτομα με ΜΑΠ;

Η μεταβολικά υγιής παχυσαρκία (ΜΥΠ) είναι πιο συχνή σε γυναίκες, νεότερους ενήλικες, άτομα με ΔΜΣ <35 και άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής (Smith, Mittendorfer and Klein, 2019). Σε σύγκριση με άτομα με μεταβολικά ανθυγιεινή παχυσαρκία (ΜΑΠ), τα άτομα με ΜΥΠ έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στην ινσουλίνη και έκκριση ινσουλίνης, καθώς και λιγότερη φλεγμονή (Stefan, Schick and Häring, 2017; Blüher, 2020). Τα άτομα με ΜΥΠ φαίνεται επίσης να έχουν μεγαλύτερα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας και καρδιοαναπνευστικής ικανότητας (Ortega et al., 2018).

Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι οι διαφορές στην κατανομή του σωματικού λίπους – η οποία ελέγχεται από γενετικούς παράγοντες, την ηλικία, το φύλο και το συνολικό ποσοστό σωματικού λίπους – εξηγούν ένα μεγάλο μέρος της διαφοράς στον καρδιομεταβολικό κίνδυνο μεταξύ των ατόμων με ΜΥΠ και ΜΑΠ (Iacobini et al., 2019). Συγκεκριμένα, τα άτομα με ΜΥΠ έχουν περισσότερο λίπος υποδόρια και λιγότερο λίπος σε σπλαχνικούς και σκελετικούς μύες (Stefan et al., 2013; Blüher, 2020).

Τα άτομα με ΜΥΠ που καταναλώνουν υπερβολικές θερμίδες εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη ικανότητα διαστολής του υποδόριου λίπους μέσω του σχηματισμού νέων λιποκυττάρων από τα άτομα με ΜΑΠ που κυρίως αυξάνουν το μέγεθος των υπαρχόντων λιποκυττάρων (Ghaben and Scherer, 2019; Iacobini et al., 2019) Η διαστολή του υποδόριου λίπους μέσω του σχηματισμού νέων λιποκυττάρων αποτρέπει την εναπόθεση λίπους στα σπλάχνα και έχει ως αποτέλεσμα μικρότερα λιποκύτταρα, μετριάζοντας τις αρνητικές μεταβολικές επιδράσεις της παχυσαρκίας.

Αναφορές:

Ampuero, J., Aller, R., Gallego-Durán, R., Crespo, J., Calleja, J.L., García-Monzón, C., Gómez-Camarero, J., Caballería, J., Lo Iacono, O., Ibañez, L., García-Samaniego, J., Albillos, A., Francés, R., Fernández-Rodríguez, C., Diago, M., Soriano, G., Andrade, R.J., Latorre, R., Jorquera, F. and Morillas, R.M. (2020) ‘Significant fibrosis predicts new-onset diabetes mellitus and arterial hypertension in patients with NASH’, Journal of Hepatology, 73(1), pp. 17–25. Available at: https://doi.org/10.1016/j.jhep.2020.02.028.

April-Sanders, A.K. and Rodriguez, C.J. (2021) ‘Metabolically Healthy Obesity Redefined’, JAMA Network Open, 4(5), p. e218860. Available at: https://doi.org/10.1001/jamanetworkopen.2021.8860.

Blüher, M. (2020) ‘Metabolically Healthy Obesity’, Endocrine Reviews, 41(3), pp. 405–420. Available at: https://doi.org/10.1210/endrev/bnaa004.

Centers for Disease Control and Prevention (2011) Body Mass Index: Considerations for Practitioners What is BMI?, CDC. Available at: https://www.cdc.gov/obesity/downloads/bmiforpactitioners.pdf.

Chang, Y., Jung, H.-S., Yun, K.E., Cho, J., Ahn, J., Chung, E.C., Shin, H. and Ryu, S. (2016) ‘Metabolically healthy obesity is associated with an increased risk of diabetes independently of nonalcoholic fatty liver disease’, Obesity, 24(9), pp. 1996–2003. Available at: https://doi.org/10.1002/oby.21580.

Chen, T.-P., Lin, W.-Y., Chiang, C.-H., Shen, T.-H., Huang, K.-C. and Yang, K.-C. (2021) ‘Metabolically healthy obesity and risk of non-alcoholic fatty liver disease severity independent of visceral fat’, Journal of Gastroenterology and Hepatology, 36(10), pp. 2903–2910. Available at: https://doi.org/10.1111/jgh.15544.

Duncan, J.S., Duncan, E.K. and Schofield, G. (2009) ‘Accuracy of body mass index (BMI) thresholds for predicting excess body fat in girls from five ethnicities’, Asia Pacific Journal of Clinical Nutrition, 18(3), pp. 404–411. Available at: https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/19786389/ (Accessed: 17 June 2023).

Eckel, N., Li, Y., Kuxhaus, O., Stefan, N., Hu, F.B. and Schulze, M.B. (2018) ‘Transition from metabolic healthy to unhealthy phenotypes and association with cardiovascular disease risk across BMI categories in 90 257 women (the Nurses’ Health Study): 30 year follow-up from a prospective cohort study’, The Lancet Diabetes & Endocrinology, 6(9), pp. 714–724. Available at: https://doi.org/10.1016/s2213-8587(18)30137-2.

Fauchier, G., Bisson, A., Bodin, A., Herbert, J., Semaan, C., Angoulvant, D., Ducluzeau, P.H., Lip, G.Y.H. and Fauchier, L. (2021) ‘Metabolically healthy obesity and cardiovascular events: A nationwide cohort study’, Diabetes, Obesity & Metabolism, 23(11), pp. 2492–2501. Available at: https://doi.org/10.1111/dom.14492.

Ghaben, A.L. and Scherer, P.E. (2019) ‘Adipogenesis and metabolic health’, Nature Reviews Molecular Cell Biology, 20(4), pp. 242–258. Available at: https://doi.org/10.1038/s41580-018-0093-z.

Grundy, S.M., Cleeman, J.I., Daniels, S.R., Donato, K.A., Eckel, R.H., Franklin, B.A., Gordon, D.J., Krauss, R.M., Savage, P.J., Smith, S.C., Spertus, J.A. and Costa, F. (2005) ‘Diagnosis and Management of the Metabolic Syndrome’, Circulation, 112(17), pp. 2735–2752. Available at: https://doi.org/10.1161/circulationaha.105.169404.

Hashimoto, Y., Hamaguchi, M., Fukuda, T., Ohbora, A., Kojima, T. and Fukui, M. (2017) ‘Fatty liver as a risk factor for progression from metabolically healthy to metabolically abnormal in non-overweight individuals’, Endocrine, 57(1), pp. 89–97. Available at: https://doi.org/10.1007/s12020-017-1313-6.

Hwang, Y., Ahn, H. and Park, C. (2019) ‘Association Between Nonalcoholic Fatty Liver Disease and Future Deterioration of Metabolic Health: A Cohort Study’, Obesity, 27(8), pp. 1360–1366. Available at: https://doi.org/10.1002/oby.22536.

Iacobini, C., Pugliese, G., Blasetti Fantauzzi, C., Federici, M. and Menini, S. (2019) ‘Metabolically healthy versus metabolically unhealthy obesity’, Metabolism, 92, pp. 51–60. Available at: https://doi.org/10.1016/j.metabol.2018.11.009.

Jensen, M.D., Ryan, D.H., Apovian, C.M., Ard, J.D., Comuzzie, A.G., Donato, K.A., Hu, F.B., Hubbard, V.S., Jakicic, J.M., Kushner, R.F., Loria, C.M., Millen, B.E., Nonas, C.A., Pi-Sunyer, F.X., Stevens, J., Stevens, V.J., Wadden, T.A., Wolfe, B.M. and Yanovski, S.Z. (2013) ‘2013 AHA/ACC/TOS Guideline for the Management of Overweight and Obesity in Adults’, Circulation, 129(25 suppl 2), pp. S102–S138. Available at: https://doi.org/10.1161/01.cir.0000437739.71477.ee.

Kennedy, A.P., Shea, J.L. and Sun, G. (2009) ‘Comparison of the Classification of Obesity by BMI vs. Dual-energy X-ray Absorptiometry in the Newfoundland Population’, Obesity, 17(11), pp. 2094–2099. Available at: https://doi.org/10.1038/oby.2009.101.

Laurson, K.R., Eisenmann, J.C. and Welk, G.J. (2011) ‘Body Mass Index Standards Based on Agreement with Health-Related Body Fat’, American Journal of Preventive Medicine, 41(4), pp. S100–S105. Available at: https://doi.org/10.1016/j.amepre.2011.07.004.

Lonardo, A., Mantovani, A., Lugari, S. and Targher, G. (2020) ‘Epidemiology And Physiopathology Of The Association Between Nafld And Metabolically Healthy Or Metabolically Unhealthy Obesity’, Annals of Hepatology [Preprint]. Available at: https://doi.org/10.1016/j.aohep.2020.03.001.

Ma, L.-Z., Sun, F.-R., Wang, Z.-T., Tan, L., Hou, X.-H., Ou, Y.-N., Dong, Q., Yu, J.-T. and Tan, L. (2021) ‘Metabolically healthy obesity and risk of stroke: a meta-analysis of prospective cohort studies’, Annals of Translational Medicine, 9(3), pp. 197–197. Available at: https://doi.org/10.21037/atm-20-4387.

NIH (2018) Obesity, Medlineplus.gov. National Library of Medicine. Available at: https://medlineplus.gov/obesity.html.

No authors (1995) ‘Physical status: the use and interpretation of anthropometry. Report of a WHO Expert Committee’, World Health Organization Technical Report Series, 854, pp. 1–452. Available at: https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/8594834/.

Okorodudu, D.O., Jumean, M.F., Montori, V.M., Romero-Corral, A., Somers, V.K., Erwin, P.J. and Lopez-Jimenez, F. (2010) ‘Diagnostic performance of body mass index to identify obesity as defined by body adiposity: a systematic review and meta-analysis’, International journal of obesity (2005), 34(5), pp. 791–9. Available at: https://doi.org/10.1038/ijo.2010.5.

Opio, J., Croker, E., Odongo, G.S., Attia, J., Wynne, K. and McEvoy, M. (2020) ‘Metabolically healthy overweight/obesity are associated with increased risk of cardiovascular disease in adults, even in the absence of metabolic risk factors: A systematic review and meta‐analysis of prospective cohort studies’, Obesity Reviews [Preprint]. Available at: https://doi.org/10.1111/obr.13127.

Ortega, F.B., Cadenas-Sanchez, C., Migueles, J.H., Labayen, I., Ruiz, J.R., Sui, X., Blair, S.N., Martínez-Vizcaino, V. and Lavie, C.J. (2018) ‘Role of Physical Activity and Fitness in the Characterization and Prognosis of the Metabolically Healthy Obesity Phenotype: A Systematic Review and Meta-analysis’, Progress in Cardiovascular Diseases, 61(2), pp. 190–205. Available at: https://doi.org/10.1016/j.pcad.2018.07.008.

Romero-Corral, A., Somers, V.K., Sierra-Johnson, J., Thomas, R.J., Collazo-Clavell, M.L., Korinek, J., Allison, T.G., Batsis, J.A., Sert-Kuniyoshi, F.H. and Lopez-Jimenez, F. (2008) ‘Accuracy of body mass index in diagnosing obesity in the adult general population’, International Journal of Obesity, 32(6), pp. 959–966. Available at: https://doi.org/10.1038/ijo.2008.11.

Shah, N.R. and Braverman, E.R. (2012) ‘Measuring Adiposity in Patients: The Utility of Body Mass Index (BMI), Percent Body Fat, and Leptin’, PLoS ONE. Edited by Q. Nizami, 7(4), p. e33308. Available at: https://doi.org/10.1371/journal.pone.0033308.

Smith, G.I., Mittendorfer, B. and Klein, S. (2019) ‘Metabolically healthy obesity: facts and fantasies’, Journal of Clinical Investigation, 129(10), pp. 3978–3989. Available at: https://doi.org/10.1172/jci129186.

Stefan, N., Häring, H.-U., Hu, F.B. and Schulze, M.B. (2013) ‘Metabolically healthy obesity: epidemiology, mechanisms, and clinical implications’, The Lancet Diabetes & Endocrinology, 1(2), pp. 152–162. Available at: https://doi.org/10.1016/s2213-8587(13)70062-7.

Stefan, N., Schick, F. and Häring, H.-U. (2017) ‘Causes, Characteristics, and Consequences of Metabolically Unhealthy Normal Weight in Humans’, Cell Metabolism, 26(2), pp. 292–300. Available at: https://doi.org/10.1016/j.cmet.2017.07.008.

Wu, Q., Xia, M.-F. and Gao, X. (2022) ‘Metabolically healthy obesity: Is it really healthy for type 2 diabetes mellitus?’, World Journal of Diabetes, 13(2), pp. 70–84. Available at: https://doi.org/10.4239/wjd.v13.i2.70.

Zhou, Z., Macpherson, J., Gray, S.R., Gill, J.M.R., Welsh, P., Celis-Morales, C., Sattar, N., Pell, J.P. and Ho, F.K. (2021) ‘Are people with metabolically healthy obesity really healthy? A prospective cohort study of 381,363 UK Biobank participants’, Diabetologia, 64(9), pp. 1963–1972. Available at: https://doi.org/10.1007/s00125-021-05484-6.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση/αντιγραφή ή άλλη χρήση, χωρίς ξεκάθαρη αναφορά αυτού του δικτυακού τόπου ως πηγή του κειμένου.

ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΑ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ.

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΟΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΙΣΤΟΤΟΠΟ, ΕΧΟΥΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ ΣΑΣ. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΔΕΝ ΣΤΟΧΕΥΟΥΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. ΕΑΝ ΕΧΕΤΕ ΚΑΠΟΙΑ ΣΟΒΑΡΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ Ή ΘΕΜΑ ΥΓΕΙΑΣ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΙΑΤΡΟ ΣΑΣ

Προηγούμενο άρθροΌλα όσα θες να ξέρεις για την απώλεια λίπους
Επόμενο άρθροΕμμηνόπαυση και ρίσκα για την υγεία
Debug: Newspaper

Απάντηση